ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαχείριση σχολικής τάξης (η) classroom management
διαχρονικά λεξικά diachronic dictionaries
διαχρονική κατανομή diachronic distribution
διαχρονική πληροφορία (η) diachronic information
διαχρονική γλωσσολογία diachronic linguistics
διαχρονική γλωσσολογία diachronic linguistics
διαχρονία diachronie
διαχρονία (η) diachrony
διαχέω / διαχέομαι fuse
διαχρονική μέθοδος (η) longitudinal method