ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαγραμματικός-ή-ό configurational
διαγραμματική γλώσσα configurational language
διαγραμματική δομή (η) configurational structure
διαγραμματικό σύστημα (το) configurational system
διαγραμματική (η) diagramming
διαγραφή ισοδύναμης ΟΦ equi NP deletion
διαγραφή ισοδύναμης ΟΦ equi-NP deletion
διαγραμμισμένος,-η,-ο hatched
διαδικασία process
Διαδίδω, /Μεταδίδω, τεταμένος-η-ο spread