ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διάβρωση (η) | erosion |
| διαβαθμισμένη αντωνυμία (η) | graded antonymy |
| διαβαθμισμένη γραμματικότητα (η) | graded grammaticality |
| διαβαθμισμένο διδακτικό βιβλίο (το) | graded reader |
| διαβαθμισμένο λεξιλόγιο (το) | graded vocabulary |
| διαγλώσσα (η) | inerlanguage |
| διαγλώσσα (η) | interlanguage |
| διαγλώσσα (η) | interlanguage |
| διαβαθμολογική αξιοπιστία (η), αξιοπιστία αξιολογητών (η) | inter-rater reliability |
| διάβασμα των χειλιών (το) | lip reading |