ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διαβαθμισιμότητα (η) gradability
διαβαθμίσιμος,-η,-ο gradable
διαβαθμίσιμα αντώνυμα (τα) gradable antonyms
διαβαθμίσιμη αντωνυμία (η) gradable antonymy
διαβαθμίσιμα συμπληρωματικά αντίθετα (τα) gradable complementaries
διαβαθμίσιμα αντίθετα (τα) gradable contraries
διαβαθμίσιμο ζεύγος (το) gradable pair
διαβαθμισμένα αντώνυμα (τα) graded antonyms
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου term acceptability rating
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου term acceptability rating