ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διαβαθμισιμότητα (η) | gradability |
διαβαθμίσιμος,-η,-ο | gradable |
διαβαθμίσιμα αντώνυμα (τα) | gradable antonyms |
διαβαθμίσιμη αντωνυμία (η) | gradable antonymy |
διαβαθμίσιμα συμπληρωματικά αντίθετα (τα) | gradable complementaries |
διαβαθμίσιμα αντίθετα (τα) | gradable contraries |
διαβαθμίσιμο ζεύγος (το) | gradable pair |
διαβαθμισμένα αντώνυμα (τα) | graded antonyms |
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |
διαβάθμιση αποδεκτότητας όρου | term acceptability rating |