ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δευτερεύων τόπος άρθρωσης (ο) minor place of articulation
δευτερεύων κανόνας (ο) minor rule
δευτερεύων προτασιακός τύπος (ο) minor sentence type
Δεύτερη Μετατόπιση Συμφώνων στις Γερμανικές Γλώσσες (η) Second Germanic Consonant Shift
δεύτερη γλώσσα second language
δεύτερη μετατόπιση φθόγγου (η) second sound shift
Δευτερεύων Τόνος secondary accent
δευτερεύων χρόνος (ο) secondary tense
δευτερεύων-ουσα-ον subordinate
δευτερεύων-ουσα-ον / υποκείμενος-η-ο / εξαρτημένος-η-ο subordinate / dependent