ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δευτερεύων τόπος άρθρωσης (ο) | minor place of articulation |
δευτερεύων κανόνας (ο) | minor rule |
δευτερεύων προτασιακός τύπος (ο) | minor sentence type |
Δεύτερη Μετατόπιση Συμφώνων στις Γερμανικές Γλώσσες (η) | Second Germanic Consonant Shift |
δεύτερη γλώσσα | second language |
δεύτερη μετατόπιση φθόγγου (η) | second sound shift |
Δευτερεύων Τόνος | secondary accent |
δευτερεύων χρόνος (ο) | secondary tense |
δευτερεύων-ουσα-ον | subordinate |
δευτερεύων-ουσα-ον / υποκείμενος-η-ο / εξαρτημένος-η-ο | subordinate / dependent |