ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δευτερεύον μέρος του λόγου (το) | minor part of speech |
δευτερεύουσα | secondary |
δευτερεύουσα άρθρωση (η) | secondary articulation |
Δευτερεύον οριακό φωνήν (το) | secondary cardinal vowel |
δευτερεύον σημείο αναφοράς (το) | secondary landmark |
δευτερεύον κίνητρο (το) | secondary motivation |
δευτερεύον κλειδί ταξινόμησης | secondary sort key |
δευτερεύουσα διάσπαση (η) | secondary split |
Δευτερεύον φωνήεν (το) | secondary vowel |
δευτερεύοντα σημασιακά χαρακτηριστικά | subordinate traits |