ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεσμεύομαι αναφορικά | bind |
δεσμευμένος-η-ο | bound |
δεσμευμένος-η-ο | bound |
δεσμευμένος τύπος (ο) | bound form |
δεσμευμένος,-η,-ο | bounded |
δέσμευση (η) | bounding |
δέσμευση (η) | commitment |
δεσμευμένος-η-ο | committed |
δέσμευση wh-φράσης | wh-phrase bounding |
δέσμευση wh-ίχνους | wh-trace bounding |