ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βρόγχος (ο) | loop |
βιβλιοθηκονομία (η) | library science |
βιβλιοθήκη συλλογικής εκδοτικής παραγωγής (η) | library of deposit |
βιβλιοθηκονομία (η) | librarianship |
βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος (ο/η) | librarian |
Βελτιστοποίηση λεξικού (η) | Lexicon optimization |
βαθμιαίοι μουσικοί τόνοι (οι) | level tones |
βάση δεδομένων γλωσσικών πόρων (η) | language resource database |
βράδυνση (η) | lag |
βάση (δομή) γνώσης (η) | knowledge base |