ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βάθος (το) | backgrounding |
Βαβυλωνιακή (η) (γλώσσα) | Babylonian |
βρεφική ομιλία (η), μωρουδίστικη ομιλία (η) | baby-talk |
βρεφική ομιλία (η) | baby talk |
βάβισμα (το) | babbling |
βοή (η) | babble |
βοηθητικό ρήμα (το) | auxiliary verb |
βοηθητικό δένδρο (το) | auxiliary tree |
βοηθητικό σύμβολο (το) | auxiliary symbol |
βοηθητική γλώσσα (η) | auxiliary language |