ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βάθος (το) backgrounding
Βαβυλωνιακή (η) (γλώσσα) Babylonian
βρεφική ομιλία (η), μωρουδίστικη ομιλία (η) baby-talk
βρεφική ομιλία (η) baby talk
βάβισμα (το) babbling
βοή (η) babble
βοηθητικό ρήμα (το) auxiliary verb
βοηθητικό δένδρο (το) auxiliary tree
βοηθητικό σύμβολο (το) auxiliary symbol
βοηθητική γλώσσα (η) auxiliary language