ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βασιλεκτικός-ή-ό basilectal
βασίλεκτος (η) basilect
βασική μεμβράνη (η) basilar membrane
βασική ακρολοφία (η) basilar crest
βασικά κύτταρα (τα) basilar cells
βασική Αγγλική (γλώσσα) (η) basic Εnglish
βασική σειρά λέξεων (η) basic word order
βασική λέξη (η) basic word
βασικό λεξιλόγιο (το) basic vocabulary
βασική έννοια (η) basic sense