ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αυτοσυσχέτιση (η) autocorrelation
αυτοτεμαχιακή εξουσιοδότηση (η) autosegmental licensing
αυτοτεμαχιακή φωνολογία (η) autosegmental phonology
αυτοτεμαχιακό επίπεδο (το) autosegmental level
αυτοτεμάχιο (το) autosegment
αυτοϋπερκειμενικότητα (η) autosuperordination
αυτοϋπωνυμία (η) autohyponymy
αυτοϋπωνυμία (η) auto-hyponymy
αυτοϋπώνυμο (το) autohyponym
ΑΦ DP