ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αυτοπαθής αντωνυμία (η) reflexive pronoun
αυτοπαθής παθητική (δομή) (η) reflexive passive
αυτοπαθής–ής,-ές reflexive
αυτοπαθητικοποίηση (η) reflexivization
αυτοπαθητικότητα (η) reflexivity
αυτοπαλινδρόμηση (η) autoregressive
αυτοπτικός evidential
αυτοπτικός-ή-ό evidential
αυτοπτικότητα (η) evidentiality
αυτοσημική λέξη (η) autosemantic word