ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτοπαθής αντωνυμία (η) | reflexive pronoun |
αυτοπαθής παθητική (δομή) (η) | reflexive passive |
αυτοπαθής–ής,-ές | reflexive |
αυτοπαθητικοποίηση (η) | reflexivization |
αυτοπαθητικότητα (η) | reflexivity |
αυτοπαλινδρόμηση (η) | autoregressive |
αυτοπτικός | evidential |
αυτοπτικός-ή-ό | evidential |
αυτοπτικότητα (η) | evidentiality |
αυτοσημική λέξη (η) | autosemantic word |