ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτόνομο στάδιο (το) | autonomous stage |
αυτόνομο φώνημα (το) | autonomous phoneme |
αυτόνομος-η-ο | autonomous |
Αυτόνομος-η-ο | autonomous |
αυτόνομος,-η,-ο | autonomous |
αυτοολωνυμία (η) | autoholonymy |
Αυτοπάθεια (η) | reflectiveness |
αυτοπάθεια (η) | reflexiveness |
αυτοπαθές απόλυτο μεταβατικό (το) | reflexive absolute transitive |
αυτοπαθές μεγάλης απόστασης (το) | long-distance reflexive |