ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αιτιακή θεωρία (η) | causal theory |
αιτιακή θεωρία (η) | causative theory |
αιτιακή σχέση (η) | causal relationship |
αιτιακός παράγοντας (ο) | causal factor |
αιτιακός,-ή,-ό | causative (caus, CAUS) |
αιτιακότητα (η) | accusativity |
αιτιατική (η) | accusative (acc, ACC) |
αιτιατική (η) | accusativus |
αιτιατική (η) και απαρέμφατο (το) | accusative and infinitive |
αιτιατική γλώσσα (η) | accusative language |