ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτοϋπερκειμενικότητα (η) | autosuperordination |
αυτοτεμάχιο (το) | autosegment |
αυτοτεμαχιακό επίπεδο (το) | autosegmental level |
αυτοτεμαχιακή φωνολογία (η) | autosegmental phonology |
αυτοτεμαχιακή εξουσιοδότηση (η) | autosegmental licensing |
αυτοσυσχέτιση (η) | autocorrelation |
αυτοσημική λέξη (η) | autosemantic word |
αυτοπτικότητα (η) | evidentiality |
αυτοπτικός-ή-ό | evidential |
αυτοπτικός | evidential |