ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αρθρώνω | articulate |
| άρθρωση (η) | articulation |
| αρθρωτής (ο) | articulator |
| αρθρωτικό πρότυπο (το) | articulator model |
| αρθρωτικός,-ή,-ό | articulatory |
| αρθρωτικό ανάλογο (το) | articulatory analog |
| αρθρωτικό κανάλι (το) | articulatory canal |
| αρθρωτικός τομέας (ο) | articulatory component |
| αρθρωτική δυναμική (η) | articulatory dynamics |
| Αρθρωτική κινηματική (η) | articulatory kinematics |