ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αναφορικό (το) | anaphor |
| Αναφορικό στοιχείο (το), Αναπεμπτικό στοιχείο (το) | anaphor |
| αναφορά (η) | anaphora |
| αναπομπή (η) | anaphora |
| Αναφορικότητα (η), Αναπομπή (η) | anaphora |
| ανάλυση αναφορικότητας/αναπομπής (η) | anaphora / anaphor resolution |
| αναπεμπτικός,-ή,-ό | anaphoric |
| αναφορικός,-ή,-ό | anaphoric |
| Αναφορικός-ή-ό1, Αναπεμπτικός-ή-ό | anaphoric |
| αναφορική δέσμευση/σύνδεση (η) | anaphoric binding |