ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανακόλουθον (το) anacoluthon
αναγωγική σημασία (η) anagogical meaning
αναγωγή (η) anagogy
ανάγραμμα (το) anagram
ανάλεκτα (τα) analects
αναλογία (η) analog
αναλογική μετάδοση (η) analog transmission
αναλογική γλωσσική αλλαγή (η) analogic change
αναλογικός-ή-ό analogical
αναλογική δημιουργία (η) analogical creation