ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αλταϊκός,-ή,-ό Altaic
αλταϊκή υπόθεση (η) Altaic hypothesis
αναπληρωματικός-ή-ό εναλλασσόμενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν alternate / alternating / alternant
αξιοπιστία εναλλακτικών τύπων/μορφών δοκιμασίας (η) alternate form reliability
αναπληρών,-ούσα,-ούν alternating
Αμαρική (γλώσσα) (η) AM
αμάλγαμα (το) amalgam
αμαλγαμάτωση (η) amalgamation
αμφίθημα (το) ambifix
αμφισημία (η) ambiguity