ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απλοποιημένο διδακτικό βιβλίο (το) | simplified reader |
άρμοση μονής μπάρας | single-bar juncture |
απλή βάση (η) | single-base |
αφομοίωση του μονού χαρακτηριστικού | single-feature assimilation |
απλός-ή-ό | singulary |
αδελφικός,-ή,-ό | sister |
Αδελφικός-ή-ό, Αδελφός (ο) | sister |
Αδελφική γλώσσα (η) | sister language |
Αδελφική γλώσσα (η) | sister language |
αδελφικοί-ές-ά | sisters |