ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
απλοποιημένο διδακτικό βιβλίο (το) simplified reader
άρμοση μονής μπάρας single-bar juncture
απλή βάση (η) single-base
αφομοίωση του μονού χαρακτηριστικού single-feature assimilation
απλός-ή-ό singulary
αδελφικός,-ή,-ό sister
Αδελφικός-ή-ό, Αδελφός (ο) sister
Αδελφική γλώσσα (η) sister language
Αδελφική γλώσσα (η) sister language
αδελφικοί-ές-ά sisters