ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ανακαλώ | retract |
| ανακεκλημένος,-η,-ο | retracted |
| ανάκτηση (η) | retrieval |
| άντληση (η) | retrieving |
| ανάκτηση | retrieving |
| αναδρομική αναστολή/παρεμβολή (η) | retroactive inhibition/interference |
| ανακεκαμμένα σύμφωνα | retroflex |
| Ανακεκαμμένος-η-ο | retroflex |
| ανάκαμψη (η) | retroflex/retroflexion |
| ανακεκαμμένος,-η,-ο | retroflexed |