ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αξιοπιστία παράλληλων μορφών δοκιμασίας (η) | parallel form reliability |
| αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού (η) | parent-child interaction |
| αναλυτικό δένδρο (το) | parse tree |
| ανάλυση (η) | parsing |
| αφομοίωση μερική (η) | partial assimilation |
| αόριστη επιμεριστική αντωνυμία (η) | partitive pronoun |
| αναγνώριση/επισημείωση μέρους του λόγου (η) | part-of-speech tagging(POS) |
| αόριστος (ο) | past tense |
| ασκήσεις σχήματος (οι) | pattern drill |
| αναγνώριση προτύπων (η) | pattern recognition |