ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) | headless relative |
| Ακέφαλη αναφορική πρόταση (η) | headless relative clause |
| ακουστικό κεφαλής | headset |
| ακροατής (ο) | hearer |
| ακοή (η) | hearing |
| άτομο με εξασθένηση ακοής (το) | hearing impaired person |
| αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) | heightened subglottal pressure |
| αυξημένη υπογλωττιδική πίεση (η) | heightened subglottal pressure |
| απόκρυψη και επισήμανση (οι) | hiding and highlighting |
| άνω γερμανική (η) | high German |