ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ακρωνυμικός συμφυρμός (ο) | acro-blend |
ακρόλεκτο (το) | acrolect |
ακρόλεκτος (η) | acrolect |
Ακρόλεκτος (η) | acrolect |
ακρολεκτικός,–ή,-ό | acrolectal |
ακρωνύμιο (το) | acronym |
Ακρωνύμιο (το) / ακρώνυμο (το) | acronym |
αρκτικόλεξα (τα) | acronyms |
ακρόφωνο (το) | acrophone |
ακροφωνία (η) | acrophony |