ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρχή δεσμευτικής κατηγορίας (η) | commissive category principle |
αντιμεταθετικός,-ή,-ό | commutative |
αντιπαραθετικός,-ή,-ό | comparative |
αντιστάθμιση | compensation |
αναπληρωτική διδασκαλία (η) | compensatory instruction |
αναπληρωτική έκταση (η) | compensatory lengthening |
αντέκταση (η) | compensatory lengthening |
αναπληρωτική έκταση (η) | compensatory lengthening |
αντέκταση (η) | compensatory lengthening |
απόλυτο συνώνυμο (το) | complete synonym |