ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αλυσοειδές ρήμα (το) catenative verb
αιτιατός-ή-ό causal
αιτιολογική πρόταση (η) causal clause
αιτιακός παράγοντας (ο) causal factor
αιτιακή σχέση (η) causal relationship
αιτιακή θεωρία (η) causal theory
αιτιακός,-ή,-ό causative (caus, CAUS)
αιτιατική γλώσσα (η) causative language
αιτιακή θεωρία (η) causative theory
αίτιο (το) cause