ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αξιωματικός,-ή,-ό | axiomatic |
αξιωματικός φανκτιοναλισμός (ο) | axiomatic functionalism |
αξιωματική (η) | axiomatics |
αξιωματική της γλωσσολογίας (η) | axiomatics of linguistics |
αξίωμα (το) | axion |
άξονας (ο) | axis |
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) | AY |
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) | Aymara |
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) | Aymaran |
Αζερμπαϊτζάν | AZ |