ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αξιωματικός,-ή,-ό axiomatic
αξιωματικός φανκτιοναλισμός (ο) axiomatic functionalism
αξιωματική (η) axiomatics
αξιωματική της γλωσσολογίας (η) axiomatics of linguistics
αξίωμα (το) axion
άξονας (ο) axis
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) AY
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) Aymara
Αϊμάρα (η) (γλώσσα) Aymaran
Αζερμπαϊτζάν AZ