ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτοϋπερκειμενικότητα (η) | autosuperordination |
ασθενής,-ής,-ές | avalent |
Αβαρική (η) (γλώσσα) | Avar |
Αβαρο-Άντι (η) (γλώσσα) | Avaro-Andi |
αποφευκτικός,-ή,-ό | aversive |
Αβεστική (γλώσσα) (η) | Avestan |
αποφυγή ομοφωνίας (η) | avoidance of homophony |
αξονικές ιδιότητες (οι) | axial properties |
αξονικότητα (η) | axiality |
αξίωμα (το) | axiom |