ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αυτόνομη σύνταξη (η) | autonomous syntax |
| αυτονομία (η) | autonomy |
| αυτονομία της γλώσσας (η) | autonomy of language |
| αυτονομία της σύνταξης (η) | autonomy of syntax |
| αυτοπαλινδρόμηση (η) | autoregressive |
| αυτοτεμάχιο (το) | autosegment |
| αυτοτεμαχιακό επίπεδο (το) | autosegmental level |
| αυτοτεμαχιακή εξουσιοδότηση (η) | autosegmental licensing |
| αυτοτεμαχιακή φωνολογία (η) | autosegmental phonology |
| αυτοσημική λέξη (η) | autosemantic word |