ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αυτόματη μετάφραση (η) automatic translation
αυτόματο (το) automaton (pl. automata)
αυτομερωνυμία (η) automeronymy
αυτόνομος-η-ο autonomous
Αυτόνομος-η-ο autonomous
αυτόνομος,-η,-ο autonomous
Αυτόνομο πλέγμα (το) autonomous grid
αυτόνομο φώνημα (το) autonomous phoneme
αυτόνομη ομιλία (η) autonomous speech
αυτόνομο στάδιο (το) autonomous stage