ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αυστρο-ασιατική (η) (γλώσσα) | Austro-Asiatic |
Αυστρονησιακή (η) (γλώσσα) | Austronesian |
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) | Austro-Tai |
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) | Austro-Thai |
αυθεντικός-ή-ό | authentic |
αυθεντικότητα (η) | authenticity |
αυθεντία (η) | authority |
αυτισμός (ο) | autism |
αυτοαντώνυμο (το) | autoantonym |
αυτοσυσχέτιση (η) | autocorrelation |