ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ακρινός,-ή,-ό | apical |
ακραίοι φθόγγοι (οι) | apical sounds |
άκρη της γλώσσας (η) | apice della lingua |
ακραίο | apico- |
ακρογλωσσικά φατνιακά (τα) | apicoalveolar |
ακραιο-φατνιακός-ή-ό | apico-alveolar |
ακραιοοδοντικός-ή-ό, ακροδοντικός,-ή,-ό | apico-dental |
ακραιοοδοντικός-ή-ό, ακροδοντικός,-ή,-ό | apico-dental |
ακραιο-ουρανο-φατνιακό (το) | apico-post-alveolar |
αποκοπή (η) | apocopation |