ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αλταϊκός,-ή,-ό | Altaic |
| αλταϊκή υπόθεση (η) | Altaic hypothesis |
| αναπληρωματικός-ή-ό εναλλασσόμενος-η-ο, αναπληρών-ούσα-όν | alternate / alternating / alternant |
| αξιοπιστία εναλλακτικών τύπων/μορφών δοκιμασίας (η) | alternate form reliability |
| αναπληρών,-ούσα,-ούν | alternating |
| Αμαρική (γλώσσα) (η) | AM |
| αμάλγαμα (το) | amalgam |
| αμαλγαμάτωση (η) | amalgamation |
| αμφίθημα (το) | ambifix |
| αμφισημία (η) | ambiguity |