ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αδέσμευτος,-η,-ο | unbounded |
| αδέσμευτη εξάρτηση (η) | unbounded dependency |
| ανεργαστικός,-ή,-ό | unergative |
| ανεργαστικό ρήμα (το) | unergative verb |
| ακυβέρνητος | ungoverned |
| Ακυβέρνητος-η-ο, Μη-κυβερνώμενος-η-ο, Μη-κυβερνημένος-η-ο | ungoverned |
| αντιγραμματικός,-ή,-ό | ungrammatical |
| αντιγραμματική πρόταση | ungrammatical clause |
| αντιγραμματικότητα (η) | ungrammaticality |
| αντιγραμματικότητα (η) | ungrammaticalization |