ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποτελέσματος (του) | resultative |
αποτελέσματος (του) | resulting |
ανακλητικός,-ή,-ό | resumptive |
ανακλητική αντωνυμία | resumptive pronoun |
ανακλητικές αναφορικές προτάσεις | resumptive relative clauses |
ανακλητικές/σκιώδεις αντωνυμίες | resumptive/shadow pronouns |
ανασυλλαβισμός (ο) | resyllabification |
ανασυλλαβίζω | resyllabify |
ανακατανέμω συλλαβική δομή | resyllabify |
Ανασυλλαβίζω, ανασυλλαβοποιώ | resyllabify |