ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αυτοπαθής–ής,-ές | reflexive |
| αυτοπαθές απόλυτο μεταβατικό (το) | reflexive absolute transitive |
| αναφορικό αυτοπαθές | reflexive anaphoric |
| αυτοπαθής παθητική (δομή) (η) | reflexive passive |
| αυτοπαθής αντωνυμία (η) | reflexive pronoun |
| ανακλαστική σχέση | reflexive relation |
| Ανακλαστικά (επίρ.) | reflexively |
| αυτοπάθεια (η) | reflexiveness |
| ανακλαστικότητα (η) | reflexiveness, reflectiveness, reflexivity |
| αυτοπαθητικότητα (η) | reflexivity |