ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αλγοριθμικός-ή-ό algorithmic
αλλοίωση (η) aliasing
αναδίπλωση (η) aliasing
Άλις (η) Alice
αλλοτριωσιμότητα/αποσπασιμότητα (η) alienability
αλλοτριώσιμος,-η,-ο alienable
αποσπάσιμος,-η,-ο alienable
Αλλοτριώσιμος-η-ο, αποσπάσιμος-η-ο alienable
αλλοτριώσιμη κτήση (η) alienable possession
αρχή Αλχαμιάντο (η) aljamiado principle