ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αναγνώριση μορφών (η) | pattern recognition |
αυτόματο στοίβας (το) | pda |
αιχμή (η) | peak |
Αναλυμένο Κόρπους της Μέσης/Μεσαιωνικής Αγγλικής των Πενν-Ελσίνκι (το) | Penn–Helsinki Parsed Corpus of Middle English |
αρχή του ρετιρέ (η) | penthouse principle |
αντίληψη (η) | perception |
αντίληψη και μεταβολή (η) | perception |
αντιληπτικός,-ή,-ό | perceptual |
ανάλυση της αντιληπτικής σημασίας (η) | perceptual meaning analysis |
αντιληπτική διαθεσιμότητα (η) | perceptual salience |