ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποδυνάμωση | downstep |
αποδυναμωμένος,-η,-ο | downstepped |
αναφορά προς τα κάτω (η) | downward reference |
ΑΦ | DP |
Αλυσίδα έλξης (η) | drag chain |
απομακρύνω | drain |
ανύψωση DRESS (η) | DRESS Raising |
Άσκηση (η) | drill |
αρχή της εκφόρτωσης | dumping principle |
αποτέλεσμα διάρκειας | durational effect |