ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ασυνεχέςσυστατικό | discontinuous constituent |
ασυνεχής δομή η/ συστατικό (η/το) | discontinuous construction / constituent |
ασυνεχείς δομές | discontinuous constructions |
ασυνεχής εξάρτηση | discontinuous dependency |
ασυνεχή στοιχεία (τα) | discontinuous elements |
ασυνεχές μόρφημα | discontinuous morpheme |
ανάλυση λόγου | discourse analysis |
ανάλυση συνεχούς λόγου (η) | discourse analysis |
Αντικείμενο αναφοράς λόγου (το) | discourse referent |
ανακάλυψη (η) | discovery |