ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ασυνεχέςσυστατικό discontinuous constituent
ασυνεχής δομή η/ συστατικό (η/το) discontinuous construction / constituent
ασυνεχείς δομές discontinuous constructions
ασυνεχής εξάρτηση discontinuous dependency
ασυνεχή στοιχεία (τα) discontinuous elements
ασυνεχές μόρφημα discontinuous morpheme
ανάλυση λόγου discourse analysis
ανάλυση συνεχούς λόγου (η) discourse analysis
Αντικείμενο αναφοράς λόγου (το) discourse referent
ανακάλυψη (η) discovery