ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| άμεσο μαρκάρισμα του προσώπου (το) | direct person marking |
| άμεση αναφορά (η) | direct reference |
| Άμεση Συντακτική Υπόθεση (η) | Direct Syntax Hypothesis |
| Αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω | disambiguate |
| Αποσαφήνιση (η), διασαφήνιση (η) | disambiguation |
| αναμφισήμιση (η) | disambiguation |
| Αποσαφήνιση (η), διασαφήνιση (η) | disambiguation |
| ασυνέχεια (η) | discontinuity |
| ασυνεχής–ής,-ές | discontinuous |
| Ασυνεχής-ής-ές, μη εξακολουθητικός-ή-ό | discontinuous |