ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αρχαιολογία λεξικών (η) | dictionary archaeology |
αρχείο λεξικών (το) | dictionary archive |
άρθρο λεξικού (το) | dictionary article |
αυτοματοποίηση λεξικών (η) | dictionary automation |
ανιούσες δίφθογγοι | diphtongues ascendantes |
άμεσος,-η,-ο | direct |
Άμεσος-η-ο, ευθύς-εία-ύ | direct |
άμεση καταχώρηση (η) | direct entry |
άμεση μέθοδος | direct method |
άμεσο αντικείμενο | direct object |