ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
απόκλιση devergence
απόκλιση (η) deviance
αποκλίνων-ουσα-ον deviant
απόκλιση (η) deviation
αποηχηροποιημένος,-η,-ο devoiced
αποηχηροποίηση (η) devoicing
Απηχηροποίησης,κανόνες devoicing rules
αμφιωτική ακρόαση dichotic listening
Αμφιωτική ακρόαση (η), διχωτική ακρόαση (η) dichotic listening
αντίστροφο λεξικό dictionaire inverse