ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αποστατικοποίηση | destabilization |
αποτονισμένος-η-ο(δυναμικά) | destressed |
Αποβολή δυναμικού τόνου (η), Αποτόνιση (η) | destressing |
αποτόνιση | destressing |
αποσπασιμότητα | detachability |
ανίχνευση | detection |
άρθρο (το) | determiner |
Αιτιοκρατία (η) | determinism |
ανάπτυξη (η) | development |
ανάπτυξη ορολογιών | development of terminologies |