ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απορρινικοποιώ | denasalize |
άρνηση | denial |
αποστοματοποίηση | deoralization |
απουράνωση | depalatalisation |
απουράνωση | depalatalization |
ανάπτυξη | deployment |
αποθετικό ρήμα | deponent |
αποθετικό ρήμα | deponent verb |
αδόκιμος όρος (ο) | deprecated term |
αποσημασιολογικοποίηση (η), σημασιολογικός αποχρωματισμός (ο) | desemanticization |