ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
απαλείφω | delete |
απαλοιφή (η) | deletion |
απαλοιφή του schwa | deletion schwa |
απαλοιφή στο πλαίσιο ταυτότητας (η) | deletion under identity |
απολεξικοποιημένο ρήμα | delexicalized verb |
αποσύνδεση | delink |
Αποσυνδεδεμένoς-η-ο | delinked |
αποσύνδεση | delinking |
αποστοματοποίηση (η) | demoralization |
απορρινικοποιημένος,-η,-ο | denasalised |