ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αφηρημένη πτώση (η) deep case
ανακλησιμότητα defeasibility
αποβολή πόδα (η) defooting
αποψίλωση (η) deforestation
αποδιδυμοποίηση (η) degemination
αποκόλληση (η) deglutination
αποκλιτοποιημένη λεξική μορφή deinflected word form
αποκλιτοποίηση deinflection
αποκατάληξη deinflection
αποχειλικοποίηση (η) delabialization