ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αντιθετικός δυναμικός τόνος contrastive stress
αντιθετικός υποχαρακτηρισμός contrastive under specification
αντιθετικότητα (η) contrastivity
αρχή ελέγχου της συμφωνίας (η) control agreement principle (CAP)
ανάλυση συνομιλίας (η) conversation analysis
Ανάλυση συνομιλίας (ΑΣ) (η) conversation analysis (CA)
αντίστροφος-η-ο converse
αντίστροφη σχέση converse relation
αντίστροφοι όροι converse terms
αντιστροφικότητα (η) converseness