ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αντιθετικός δυναμικός τόνος | contrastive stress |
αντιθετικός υποχαρακτηρισμός | contrastive under specification |
αντιθετικότητα (η) | contrastivity |
αρχή ελέγχου της συμφωνίας (η) | control agreement principle (CAP) |
ανάλυση συνομιλίας (η) | conversation analysis |
Ανάλυση συνομιλίας (ΑΣ) (η) | conversation analysis (CA) |
αντίστροφος-η-ο | converse |
αντίστροφη σχέση | converse relation |
αντίστροφοι όροι | converse terms |
αντιστροφικότητα (η) | converseness |