ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αίτια αλλαγής (τα) | causes of change |
απογραφή (η) | census |
Αλυσίδα (η) Άλυση (η) | chain |
ΑΛΥΣΙΔΑ/ΑΛΥΣΗ | CHAIN |
αλυσιδωτός,-ή,-ό | chain |
αλυσίδα (η) | chain |
αλυσιδωτή μετατόπιση (η) | chain shift |
αλυσίδωση (η) | chaining |
αλλαγή (η) | change |
αλλαγή και ποικιλία (η) | change and variation |