ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αίτια αλλαγής (τα) causes of change
απογραφή (η) census
Αλυσίδα (η) Άλυση (η) chain
ΑΛΥΣΙΔΑ/ΑΛΥΣΗ CHAIN
αλυσιδωτός,-ή,-ό chain
αλυσίδα (η) chain
αλυσιδωτή μετατόπιση (η) chain shift
αλυσίδωση (η) chaining
αλλαγή (η) change
αλλαγή και ποικιλία (η) change and variation