ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτόματη μετάφραση (η) | automatic translation |
αυτόματο (το) | automaton (pl. automata) |
αυτομερωνυμία (η) | automeronymy |
αυτόνομος-η-ο | autonomous |
Αυτόνομος-η-ο | autonomous |
αυτόνομος,-η,-ο | autonomous |
Αυτόνομο πλέγμα (το) | autonomous grid |
αυτόνομο φώνημα (το) | autonomous phoneme |
αυτόνομη ομιλία (η) | autonomous speech |
αυτόνομο στάδιο (το) | autonomous stage |